αεροκοπάνισμα

αεροκοπάνισμα
το, -ατος
μωρολογία, άσκοπη φλυαρία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αεροκοπάνισμα — το [αεροκοπανίζω] 1. φλυαρία, αερολογία 2. άδικος κόπος, ματαιοπονία …   Dictionary of Greek

  • φαφλατάρισμα — το, ατος φλυαρία, φαφλατιά, αεροκοπάνισμα, τσαμπούνισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”